Δισκοπότηρο
μες στην Εκκλησιά την τρισυπόστατη,
ήταν το χρυσό και τ’ αργυρό
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Ήταν μια φορά κι ένα καιρό, μια φορά κι έναν καιρό.
Κι όταν λειτουργούσε ο παπάς
τη στιγμή που μόνος επροσκόμιζε
κάποιος του το πήρε – που το πας
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο;
Στράφηκε και ρώτησε ο παπάς, ναι που το πας;
Που το πας μ’ ολάνοιχτα φτερά,
μόνο ο βασιλιάς μας εκοινώνησε
κοίταξε τι πλήθος καρτερά
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Που το πας μ’ ολάνοιχτα φτερά, ναι μ’ ολάνοιχτα φτερά;
Έτσι με τη Θεία Κοινωνιά
θα το κρύψω μέσα στον Παράδεισο
και στην πιο κρινόσπαρτη γωνιά
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Έτσι με τη Θεία Κοινωνιά, με τη Θεία Κοινωνιά;
Θα μεταλαβαίνουν οι ψυχές
των μαρτύρων που ‘χυσαν το αίμα τους
και θα ακούει ανήκουστες ευχές
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο
από των μαρτύρων τις ψυχές, των μαρτύρων τις ψυχές;
Ώσπου να’ ρθει η ώρα κι η στιγμή
που ‘θε ν’ ακουστούν ευχές ανήκουστες
θα το ξαναφέρω με τιμή
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Ώσπου να’ ρθει η ώρα κι η στιγμή, να ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου